Παρασκευή 20 Απριλίου 2007


και τρίζει το καμπαναριό, το σήμαντρο σημαίνει,
κι ένας διάφανος δαίμονας, καθώς αργοδιαβαίνει,
στο πέρασμά του το χαλκό με το φτερό του αγγίζει
κι απόηχο μοιρολογιού στο μέταλλο στραγγίζει.
Στέκεται η εκκλησιά
γεμάτη ευλάβεια, λύπηση∙ έρημη και παλιά∙
μέσ’ στα σπασμένα τζάμια της ο άνεμος σφυρίζει,
λες κι ένα ξόρκι ή γήτεμα στ’ αυτί σου ψιθυρίζει.
Στο τέμπλο, στις κολώνες της μόλις αχνές σκιές
μένουν, και περιγράμματα, απ’ αγίων ζωγραφιές.
Ιερεύς, ο γρύλος ψαλμωδεί με σκέψης κρυφής ήχο,
Κρατάει τον ίσο ο σάρακας, ψάλτης, κάτω απ’ τον
τοίχο.
………………………………………………………………
Η πίστη τα εικονίσματα στους ναούς ζωγραφίζει
και την ψυχή με χρώματα του μύθου την στολίζει,
μα της ζωής τα κύματα περνούν φουρτουνιασμένα,
και πίσω περιγράμματα μένουν, μισοσβησμένα.
Μέσ’ στο μυαλό μου μάταια τον κόσμο αναζητώ:
μόνο ένας γρύλος ψαλμωδεί τον κρυφό λογισμό.
Μάταια τη ρημαγμένη μου αγγίζω την καρδιά:
σαράκι σ’ ένα φέρετρο την νιώθω να χτυπά.
Στο νου μου ως ξετυλίγεται, μου φαίνεται η ζωή
κάποια ιστορία που μου λέει μια αλλότρια φωνή,
δική μου ως να μην ήτανε, δικός της να μην ήμουν.
Ποιος είναι εκείνος που’ μαθεν απ’ έξω τη ζωή μου,
και τον ακούω, και μ’ όσα λέει να μειδιώ με κάνει,
λες και δεν πρόκειται για με, λες κι έχω πια πεθάνει.
Σεπτέμβριος 1876
Μακριά σου και μονάχος…
Μακριά σου και μονάχος είμαι, πλάι στη φωτιά,
τον άτυχό μου βίο αναπολώ ξανά,
σαν να’ χω ζήσει ογδόντα στον κόσμο ετούτο χρόνια,
να’ σαι νεκρή, και να’ μαι γέρος σαν το χειμώνα.
Μέσ’ στην ψυχή μου στάζουν οι θύμησες μια-μια
μ’ όλα του παρελθόντος τα μικροπράγματα.
Τα δάχτυλα του ανέμου χτυπούν στα παραθύρια
κι ο λογισμός μού υφαίνει στοργικά παραμύθια,
και τότε πια σε βλέπω, με την αχλύ μανδύα,
3
με μάτια βουρκωμένα, χέρια λεπτά και κρύα:
μ’ αυτά τα δυο σου μπράτσα τους ώμους μου
αγκαλιάζεις,
θέλεις να πεις μια λέξη… κι έπειτα αναστενάζεις…
Το θησαυρό εγώ σφίγγω από αγάπη κι ομορφιές
και σε φιλιά ενώνονται οι δόλιες μας ζωές…
Ω, η φωνή για πάντα της μνήμης ας σιγήσει
κι ας βυθιστεί στη λήθη της μιας στιγμής η τύχη
που αναίρεσες, κι ετράπης αμέσως σε φυγή…
Θα’ μαι γέρος και μόνος, θα’ σαι καιρό νεκρή.
Μάρτιος 1878

2 σχόλια:

quartier libre είπε...

σπάω ρόδι;
σήμερα τ' άνοιξες;
τι χαρά!
συγχώρα τα παιδιαρίσματά μου...
σοβαρά θα σου γράφω!
(μπορώ και καμιά φορά γλυκούλικα κι αστεία;)

kim

sinnefo rain είπε...

Μπορεις να γραφεις οτι θελεις