Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

Μενέλαος Λουντέμης

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰμὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.

Μάταια χτυπᾶτε.Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶοὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.

Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομοσ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.

Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.

Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα κι
ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ,

αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλοΓελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσηςΛησμονημένος
σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη.
.......................................................................................................................

Ὁ σταχτὺς θάνατος
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆμὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινοςΟ Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,

μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.
Μα μιά μέρα...Μιά μέρα -φίλοι μου καλοί-
ένα σταχτύ σύννεφο άφησε τον ουρανό του κι έπεσε στη κάμαρά μου.
Και τότε... όλα...
έχασαν το χρώμα τους.
Η Θλίψη έγινε σταχτιά.
Σταχτιά κι η χαρά.
Σταχτύς κι Έρωτας.
Και σταχτύς -αλίμονο- κι ο Θάνατος.
Ω Σειρήνα, εσύ...
Εσύ που τα 'βαψες όλα.
Που τ' άλλαξες όλα,
γιατί δεν άφηνες το Θάνατο-τουλάχιστον αυτόν-
να με πάρει με τ' αληθινό του χρώμα;

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Έτσι...απλά


Ο πόνος να σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Σκόνη να γίνει
Πιάνομαι από το εγώ μου, είμαι και δεν είμαι.
Χαμογελάω, δεν γελάω
Πάνω στο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου περπατάω, μετράω…
Σιγουρεύομαι ότι υπάρχω μια πορεία σε ένα καιρό απόσκαιρο, απροσέγγιστο
Ξόμπλια στα μαλλιά, φτιασίδια ανώφελα, αντίμετρο για της ζωής το διάβα.
Φαλκιδεύω τις εποχές, τους Χειμώνες της θλίψης μου, τα Φθινόπωρα της μελαγχολίας μου, την Άνοιξη του έρωτα, το γαλάζιο του Καλοκαιριού.Να σκορπίσει ο πόνος σε μια πορεία αντίρροπη.