Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Έμιλυ Ντίκινσον


ΙΙΙ
Πάρε το μερτικό σου απ' τη νύχτα

κι απ' την αυγή, ό,τι σου δίνει νιώσε.

Τ' άδεια σου βράδια μ' ευτυχία πνίχτα

και το κενό στην καταφρόνια δώσε.


Ένα άστρο δώθε, πιο κει κι άλλο, κι άλλο,

μα κάποια το στρατί τους έχουν χάσει.

Μια καταχνιά παντού, πέπλο μεγάλο,

κι ύστερα νέα μέρα θενά φτάσει.



ΧVII
Να πολεμάς στα φανερά, πόσο λογιέται ανδρείο!

Μα μοιάζει γενναιότερο κι απ' ό,τι είναι συνήθως

τις λεγεώνες δυστυχίας, εχθρικό φορτίο,

μόνοι τους όσοι πολεμούν μες στο δικό τους στήθος.


Που κι αν κερδίζουν κι αν νικούν, λαοί δεν τα μαθαίνουν,

που χάνονται και μητ΄αυτό κανείς το συζητάει,

που τα θλιμμένα μάτια τους πατρίδα, σαν πεθαίνουν,

καμιά με πατριωτική λατρεία δεν κοιτάει.


Πιστεύουμε σ' αέρινη κι ουράνια λιτανεία,

πάντα βαδίζουν οι άγγελοι, λευκά φτερά ζωσμένοι,

προσεκτικά σειρά- σειρά, με τάξη δίχως βία,

κι είν' οι χιτώνες που φορούν λευκοί σαν χιονισμένοι.



XXIII
Δεν είχα χρόνο πια για να μισήσω

καθώς το μνήμα μού 'φράζει τη φόρα,

μήτε ζωή είχα τόση για να ελπίσω

πως κάθε αμάχη θα χαθεί μιαν ώρα.


Δεν είχα χρόνο πια για ν' αγαπήσω

κι αν είχα κάποια πρόθεση, και μόνο

στη σκέψη πως μπορεί να προσπαθήσω,

μου μοιάζει βάσανο και φέρνει πόνο.


C
Δεν θα βρεθεί κανένα πλοίο για να ταξιδέψεις

σαν το βιβλίο και να πας στα μακρινά τα ξένα,

μητ' άλογο σβέλτο πολύ να το καβαλικέψεις,

σαν μια σελίδα ποίησης με λόγια φτερωμένα.


Τέτοιο ταξίδι ανέξοδο και το φτωχό συμφέρει,

δεν του γυρεύουν διόδια και ναύλα δεν χρωστάει.

Τόσο λιτό, κι όμως παντού το νου μας μεταφέρει.

το μέσο αυτό που ταξιδιώτες όλους μας χωράει.


XCIX
Εκείνο που φοβόμουνα μην έρθει κι αγωνιούσα,

ήρθε, μα με λιγότερο φόβο που είχα σκιαχτεί,

γιατί η τρομάρα που καιρό μαζί μου κουβαλούσα,

του ΄κανε λευκορόδινο το χρώμα το σταχτί.

Βρίσκεται μια προσαρμογή, το βίωνα, το ζούσα,

στον τρόμο, στην απελπισιά μόλις ξεπεταχτεί.


Είναι πολύ χειρότερο να ξέρεις πως θα φτάσει,

παρά να δεις πως έφτασε, πως βρίσκεται κοντά,

στου πανικού τα σύνορα τα νεύρα σου έχουν σπάσει,

και το πρωί καινούργιος τρόμος πάλι σε κεντά.

Φρικτότερο, μα πιο καλά σαν έχει πια ξεσπάσει,

παρά ο φόβος μια ζωή δέσμιο να σε κρατά.

4 σχόλια:

quartier libre είπε...

θυμήθηκα με τούτο σου το post,
συννεφιά μου,
το πόσο με βοήθησες ένα βράδυ...
κι εσύ, το θυμάσαι άραγε;
πάει καιρός...

έμιλυ ντίκινσον :)

sinnefo rain είπε...

Όλα τα θυμάμαι λέξη μου, όλα και πάλι θα σου πω αυτό που πάντα σου γράφω "να γελάς πολύ και δυνατά"

quartier libre είπε...

@ Τετάρτη πέντε Μάρτη, του οκτώ.

κι εσύ,
που κάπου διάβασες
"ποτέ δε λέω αλήθεια!",
μα εμπιστεύθηκες...

κι εσύ,
που κάπου άκουσες
"ποτέ δε λέω αλήθεια!"
μα έλπισες...

κι εσύ,
που τόσο κατάλαβες
τόσο περίμενες
τόσο αγάπησες
τόσο άντεξες
αχ, εσύ,
τι να σε κάνω τώρα
και πώς να τα κρατήσω
τα μικρά άγρια άλογα
που καλπάζουν μέσα σου;


* μην απαντάς, συννεφούλα,
μόνο άφισέ με να παραμιλώ...

Ανώνυμος είπε...

έφηβοι ξεχύνονται
μικρά πουλάρια
μικρή τους πέφτει αφορμή
και λύνουν τα φουλάρια