Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οσιπ Μαντελστάμ


Σύγχρονος κανενός δεν ήμουνα ποτέ,

δεν μου εδόθη αυτή η χάρη

αντιπαθώ όσους τ' όνομά μου φέρουν,

απλή συνωνυμία, δεν είμαι εγώ.


Βαριά έχει τα βλέφαρα ο άρχοντας αιώνας

και στόμα πήλινο λαμπρό,

όμως στο χέρι το ρικνό του γερασμένου γιού του

πεθαίνοντας θαρρώ πως θα προσπέσει.


Τ' αρρωστημένα μάτια μου άνοιξα μαζί με τον αιώνα,

πελώρια μήλα νυσταγμένα,

όμως τα βροντερά πατάμια μου ιστόρησαν

την κρίση και τη δίκη του αιώνα.


Εκατό χρόνια πριν με τα λευκά προσκέφαλα

ένα κρεββάτι άσπριζε εκστρατείας

Παράξενα τεντώθηκε το πήλινο κορμί

ο αιώνας τελείωσε το πρώτο του μεθύσι.


Ανάμεσα στην πανανθρώπινη, που τρίζει την πορεία

πόσο ανάλαφρο κρεββάτι.

Μα τι να γίνει; Αν για να φτιάξουμε άλλο δεν μπορούμε,

ας ζήσουμε κατά τον τρόπο του αιώνα.


Ζεστό κρεββάτι μου, τροχόσπιτο ή σκηνή,

πεθαίνει ο αιώνας και μετά

δυο νυσταγμένα μήλα τα δυο μάτια μου

κι η φτερωτή τους φλόγα καίει βαθιά.


1924


O ΑΙΩΝΑΣ

Αιώνα μου θεριό μου, ποιός θα μπορέσει ποτέ

μέσα απ' τις κόρες των ματιών σου να κοιτάξει

και με το αίμα του να ενώσει

τους σπόνδυλους των δυο εκατοντάχρονων;

Αίμα, δημιουργικό αίμα, πώς πάλλεις στο λαιμό

των εγκόσμιων πρσγμάτων,

κι η ραχοκοκκαλιά να τρίζει

στο κατώφλι των καινούργιων καιρών.



Τα πλάσματα σου, ως εκεί που φτάνει η ζωή

πρέπει να ξαπλώσει τη σπονδυλική του στήλη,

καθώς τ' αόρατο το κύμα παίζει

με το δικό σου ραχοκόκκολο.

Σαν τρυφερός παιδιάστικος χόνδρος

μοιάζει ο νεαρός της Γης μας ο αιώνας.

Σαν πρόβατο για τη σφαγή

τον φέρνουνε ξανά.



Και για να χτίσουμε το νέο κόσμο

απ' τα δεσμά να τον αρπάξουμε πρέπει

τα τσακισμένα του τα γόνατα

με φλάουτα να τα ενώσουμε.

Ο αιώνας τούτος στο κύμα λικλνίζει

τον καημό των ανθρώπων.

Ως κι η οχιά πια θ' ανασαίνει

στο χρυσό το δικό του ρυθμό.



Μετά θ' ανοίξουν τα μπουμπούκια

θα πρασινίσει κι όλη η γης.

Όμως είναι σπασμένη η ραχοκοκκαλιά σου,

θλιμένε μου , πανέμορφε αιώνα.

Και μ' ένα ασημένιο χαμόγελο

θωρώντας προς τα πίσω προχωρείς

σαν το αυκίνητο θεριό

στ' αχνάρια απ' τις δικές του τις πατούσες.



Αίμα, δημιουργικό αίμα, που χτυπάς

στο λαιμό των εγκόσμιών πραγμάτων

και σφαδάζεις σαν ψάρι

στα ζεστά τ' ακρογιάλια.

Απ' των πουλιών το πέταγμα

στο θανάσιμο τραύμα σου, αιώνα μου,

αδιάφορο τρέχει το αίμα.

1922

.

Μέσα μου κρύβομαι κλειστός,

γύρω μου πλέκομαι κισσός,

τον εαυτό μου ανυψώνω.


Εμένα θέλω και πετώ

στον ίδιο μου τον εαυτό

και τις φτερούγες μου απλώνω.


Αητός, επάνω απ' τα νερά

βλέπω συντρίμμια τη φωλιά

μέσα στην άβυσσο χαμένη.



Και λούζομαι τον κεραυνό

την αστραπή παρακαλώ

το σύννεφο με περιμένει.


1911


Πού να κρυφτώ ετούτο το Γενάρη

Η πόλη παραλόγιασε, γαντζώνει, στο κορμί.

Απ' τις κλειστές τις πόρτες μέθυσα θαρρείς

κι ανάμεσα απ' τις κλειδωνίες μού 'ρχεται να ουρλιάξω.



Οι κρεμασμένες κάλτσες στ' αδιέξοδα γαυγίζουν

και σκεβρώσαν τα μαγαζιά στους δρόμους

και στη γωνιά οι ζήτουλες κρυμμένοι

να μην τους δεις ξεφεύγουν βιαστικά.


Σε παγωμένο λάκκο με νερά

το σπυριασμένο χώνω το κεφάλι,

νεκρόν εισπνέω αγέρα, πνίγομαι,

μαύρα πουλιά πετούν στον πυρετό μου,


κι εγώ τα κυνηγώ και χάνομαι

σα μέσα από βαρέλι να φωνάζω:

"Τον αναγνώστη! Το φίλο! Το γιατρό"

Στη σκάλα την αγκαθερή να κουβεντιάσω.

Γενάρης - Φλεβάρης 1937.




7 σχόλια:

tsiailisworld είπε...

τι υπέροχος λυρισμός, βάθος στην επανάληψη, πλάτυνση της ιδέας, το Σύμβολο να υπερισχύει του ανθρώπου που απεικονίζεται.
Αυτό είναι σύλληψη ποίησης.
Σ' ευχαριστώ που μου έδωσες δικαίωμα να διαβάσω το ποίημά σου ετούτο.

quartier libre είπε...

"μέσα μου κρύβομαι κλειστός..."

μου αρέσει, nef.

sinnefo rain είπε...

Ο Οσιπ Μαντελστάμ είναι σχεδόν αγνωστος στην Ελλάδα είναι όμως από τους πιο αξιόλογους ποιητές της Ρωσίας.Μου αρέσει που σε αγγιξε...

Ανώνυμος είπε...

Σε ένα κουτόσπιρτο με καμμένα όλα του τα σπίρτα ήξερε να παραφυλλάξει χρυσό φλουρί

Το ατσάλινο έγινε θρύμματα κυκλωμένο τη λέξη του
Εκκωφαντικός χρόνος σαρώνει τη στέπα.
Χρυσόλιθος στην Πόλη της πέτρας αναδιπλώνει μαύρο παλτό λευκές νύχτες
Νέβας σφίγει σπείρες
ανασηκώνονται τρόϊκες στα τέσσερα το χιόνι πήγε ΔΩΔΕΚΑ(τράχ τα ρα τα ταχ)
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΧΑΛΙΝΗ

Ανώνυμος είπε...

σπιρτόκουτο

Ανώνυμος είπε...

Σε ένα σπιρτόκουτο με καμμένα όλα του τα σπίρτα ήξερε να παραφυλλάξει χρυσό φλουρί

Το ατσάλινο έγινε θρύμματα κυκλωμένο τη λέξη του
Εκκωφαντικός χρόνος σαρώνει τη στέπα.
Χρυσόλιθος στην Πόλη της πέτρας αναδιπλώνει μαύρο παλτό λευκές νύχτες
Νέβας σφίγει σπείρες
ανασηκώνονται τρόϊκες στα τέσσερα το χιόνι πήγε ΔΩΔΕΚΑ(τράχ τα ρα τα ταχ)
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΧΑΛΙΝΗ

Eρυθρό Πρίσμα είπε...

Ο αιώνας...το ποίημα για τα όνειρα της μετεπαναστατικής Ρωσίας...