Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Φλέρυ Νταντωνάκη


"εγώ είμαι ένα σύννεφο"


Λίγο πριν την πρόβα ήχου, η Φλέρυ εξαφανίστηκε.

Όλοι πάγωσαν, δοκίμαζε το ενδιαφέρον τους άραγε

για να την ψάξουν και να την φέρουν πίσω, μάλλον έτσι είναι.

...........................................................................................................

...........................................................................................................

Αυτή ήταν η πρώτη θέαση ενός πλάνου, η πρώτη φορά, ένα

πέρασμα που δεν είχα κανένα λόγο να πάω από κει ποτέ.

Ένα πλάνο που αρχίζει να κάνει κόκκους μέχρι που και-

γεται με το τρίτο κουδούνι της παράστασης.

..........................................................................................................

..........................................................................................................

κόσμος και μικρόκοσμος μπροστά της την άκουγε το βρά-

δυ, είχαν φέρει και τον Μάη μαζί τους, και στο τέλος τραγούδησαν

ένα τραγούδι, το είπαν όλοι, σαν παιδιά έγιναν, ο καθένας ξε-

χωριστά θυμήθηκε το αγγελούδι του κι αυτό τον καθένα.

.........................................................................................................

.........................................................................................................

το αόρατο είναι παρών, μας ξέρουν

με τα ονόματά μας κι εσύ που 'σαι ο πιο ξένος ανάμεσά μας,

κοίτα κι εσύ, κοίτα το αίμα που αιμορραγώ, αν μπορείς

να δεις ψηλά πως τρέχει απ' το μανίκι μου.

.........................................................................................................

.........................................................................................................

Κάθε βράδυ εκεί σαν σε ακρογιαλιά ζωές εν εξάρσει. Μια

σκηνή που ο Τρισμέγιστός της όπου πατούσε έλειωνε το χιό-

νι της ψυχής του καθενός.

........................................................................................................

........................................................................................................

Χάθηκε από μπροστά τους σαν να χάνεται μια

εκτυφλωτική ακτίνα στην επόμενη γωνία.

Χάθηκε όπως πρέπει να κρυφτεί για να σωθεί κάτι παρόμοιο.

Δεν ξέρω που πήγε και δεν την ρώτησα ποτέ.

.........................................................................................................

.........................................................................................................

Μου έλεγε επίσης πως νιώθει τον εαυτό της από τους τυ-

χερούς, αλλά το βλέπει αυτό σ' έναν κομματιασμένο κα-

θρέφτη και γύρω του υπάρχουν στάχτες από αρχαίες θυσίες,

και πως το νερό της βροχής ακόμα σβήνει τα αποκαΐδια

και κάνει σαν σειρήνα πάνω στη θερμοκρασία του, νιώθει

σαν ύπαρξη που είναι σαν σπήλαιο, και αυτός ο αντίλαλος

που ακούει εκεί την ορίζει.


Η Φλέρυ Νταντωνάκη έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 1998,
και αναπαύεται στο κοιμητήριο της Παιανίας,
πλάι στη αγαπημένο της Μάνο Χατζιδάκι.
Βιοι Αγίων.
Απόσπασμα από τα βιβλίο.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Τα παιδια παίζει


Οδηγίες παιχνιδιού :

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.






Το κάθε βιβλίο περιείχε εκατοντάδες αριθμημένα μέρη, που τα περισσότερα είχαν λίγη σχέση μεταξύ τους




Τα μέρη αυτά ήταν σύντομα, το πολύ δυο ή τρεις παράγραφοι, συχνά μόνο λιγες φράσεις και καμιά φορά απλώς ένας αφορισμός




Οι σκέψεις είναι σκιές των συναισθημάτων μας πάντα πιο σκοτείνες πίο άδειες και πιο απλές


Κανείς δεν πεθαίνει ποτέ από θανατηφόρες αλήθειες στις μέρες μας υπάρχουν πάρα πολλά αντίδοτα.






Δίνω πάσα στους:


misstati

ector

κυκλιος χορός

tsiailis






Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Πολ Βερλαίν


ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ


Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,

όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα

πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.

Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,

που με τις μύτες τα σκουντούν τ' αχόρταγα κοράκια,

κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον μαύρο αέρα,

τα κρεμασμένα πόδια τους τα 'χουν οι λύκοι δείπνο.

Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,

που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα

μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.

Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,

που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε

τους πάνε, και τ' ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,

γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.


Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.



ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ


Η δύση άφηνε τις ύστατες αχτίδες

κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε,

τ' ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια

θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.

Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου

μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,

που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο

φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,

με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,

που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,

μέσα από τις ιτιές, που ολόμονος πλανιόμουν

σέρνοντας την πληγή μου, και των ίσκιων ήρθε

το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίγει

της δύσης αντήλιες μες στα χλωμά νερά του

και τα νούφαρα, μεσ' από τα καλάμια,

τ' ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.


Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.



ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ, ΜΑΥΡΟΣ ΥΠΝΟΣ


Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος

πέφτει απάνω στη ζωή μου.

Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.

Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.


Τίποτε δε βλέπω πια,

χάνονται όλα μες στη λήθη

το καλό και το κακό...

Ω θλιμμένο παραμύθι!


Είμαι σα μια κούνια

που ένα χέρι την κουνάει

στην κρυφή σπηλιά.

Σιωπή!... μιλιά!...


Μετάφραση:Λάμπρος Πορφύρας.



ΑΚΟΥ, ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΘΛΙΒΕΤΑΙ


Άκου, το κέρας θλίβεται κατά τα δάση

κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει

κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει

με τ' αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.


Του λύκου κλαί' η ψυχή σε τούτη τη φωνή

που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)

από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή

και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.


Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,

σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,

με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.


Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:

ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,

που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει.


Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.



ΤΑ ΧΕΡΙΑ


Τα χέρια τ' ακριβά, δικά μου που έγιναν,

ωραία ωραία, μικρά μικρά,

κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα

κι απ' όλα αυτά τ' ανίερα κοσμικά.


Ύστερ' από τ' αραξοβόλια και τις αμμουδιές

κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,

ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,

μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.


Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ' την ψυχή μου,

τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί

να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε

μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;


Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,

συμπάθειας όραμα πνευματικής,

μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,

στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;


Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα

πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,

τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,

κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.


Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς.