Δευτέρα 30 Απριλίου 2007

Στο δικό μου κόσμο
Στο δικό μου κόσμο δεν υπάρχουν κάγκελα μόνο παράθυρα και πόρτες που ανά πάσα στιγμή μπορείς να φύγεις, στο δικό μου κόσμο υπάρχει μόνο ελευθερία, δεν υπάρχουν φωνές μόνο ήρεμες μέρες που μέσα τους αρμενίζουν τα όνειρά μου και τα θέλω μου, στο δικό μου κόσμο μόνο η αγάπη έχει θέση, στο δικό μου κόσμο είμαι Άνθρωπος... Η ζωή είναι τόσο λίγη που τις μέρες που αισθάνομαι καλά θέλω να τις στολίζω όμορφα να είναι δικές μου. Έμαθα στο δικό μου κόσμο να φτιάχνω νησίδες χαράς και μπάλες από αρμονία, έμαθα να χαμογελάω ,και τα βράδια στο δικό μου κόσμο δεν είναι άγρυπνα, έμαθα να αφήνω το δάκρυ να κυλίσει άφοβα χωρίς ντροπή μπας και με δουν.
Στο δικό μου κόσμο υπάρχουν κοιλάδες και νερά γάργαρα και μια αγκαλιά πάντα ανοιχτεί να με θωπεύσει, χωρίς να με κρίνει και με αγαπάει έτσι όπως είμαι. Γιατί στο δικό μου κόσμο αυτή η αγκαλιά με αγαπάει για αυτό που είμαι και με αγαπάει πολύ γιατί μου συγχωράει τις υποχονδρίες μου, τις σιωπές μου, την ανάγκη μου να μένω μόνη, στο δικό μου κόσμο είμαι Άνθρωπος… δεν μπορείς να καταλάβεις και δεν έχω αυτή την απαίτηση τις μέρες που είμαι καλά θέλω να πιω την ζωή να βουτήξω μέσα της και να την ρουφάω με λαιμαργία τις μέρες που είμαι καλά και το σκοτάδι δεν είναι πίσω μου να με χτυπάει στη πλάτη και να μου κουνά το χέρι με επιτακτικό τρόπο σαν να μου λέει: εδώ είμαι δεν σε ξέχασα το νους σου, αυτές τις μέρες θέλω να τις θυμάμαι ως και το τελευταίο λεπτό και πίστεψε με απ’ τους ανθρώπους δεν ζητούσα ποτέ πολλά αυτό που ζήτησα «αγάπη» το λένε οι άνθρωποι ίσως είναι τελικά το ύψιστο αγαθό και είναι πολύ για να το προσφέρουν αφειδώλευτα. Και ο θεός αυτό τον κόσμο μου τον στέρησε είναι πια ελάχιστες οι φορές που μου επιτρέπει να μπαίνω...

Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Σε κάποια πόλη
Σούρουπο… βροχή… μόνη στους δρόμους κάποιας πόλης , γύρω μου άνθρωποι , νέοι , γέροι , παιδιά…φωνές και γω χαμένη, βουτηγμένη στη σιωπή. Με μια ομπρέλα να με προστατεύει απ’ τη βροχή; Ένα χέρι ξάφνου με ταρακουνάει «Ε! Νεφέλη! Δεν ακούς, που τρέχει ο νους σου, πάλι στα σύννεφα;» Σύννεφα… επαναλαμβάνω … «Ναι στα σύννεφα…» «Αχ! Βρε Νεφέλη! Αλλά που ακούστηκε σύννεφο με ομπρέλα ε αυτό δεν ξαναέγινε!» Έμεινα να κοιτώ μια τον ουρανό που έφευγε , και μια την ομπρέλα . Αλλά δεν την έκλεισα , την κρατούσα πεισματικά ανοιχτή !

Παρασκευή 27 Απριλίου 2007


Η ευχαρίστηση είναι το αλάνθαστο αποτέλεσμα
των μεγάλων παραδοχών, της ύψιστης ταπείνωσης...
να μην προσπαθούμε να μεταμορφωθούμε σ' αυτό ή το άλλο
(ώστε ν' ανταποκριθούμε σε μια υπερβολική εκδοχή του εαυτού μας) αλλά να παραδοθούμε στην πληρότητα της ζωής...
ν' αφήσουμε τη ζωή να κυλήσει μέσα μας.
D. Grayson

Τετάρτη 25 Απριλίου 2007


Χωρίς ανάσα, ριχτήκαμε
στον ανεμοδαρμένο λόφο,
γελάσαμε στον ήλιο
και φιλήσαμε
το όμορφο χορτάρι.
Rupert Brook.
Όταν προσεγγίσεις
την καρδιά της ζωής,
θα βρεις ομορφιά
σ΄όλα τα πράγματα.
K. Gibran

Τρίτη 24 Απριλίου 2007



Η απλή αίσθηση

του να ζεις είναι από μόνη της

αρκετή χαρά.

E. Dickinson

(1830-1886)

Ελευθερώνομαι απ' τη θάλασσα
όταν έρχονται τα νέρα σ' εμένα.

Ας φεύγουμε πάντα. Ας γευτούμε
το υπέροχο τραγούδι, το τραγούδι που ειπώθηκε
από τα κάτω χείλη της επιθυμίας.
Ω θαυμάσια παρθενία.
Περνάει η αύρα δίχως αλάτι.

Στο μάκρος οσμίζομαι τα μεδούλια
ακούγοντας το βαθύ ψαύσιμο, κυνηγώντας να βρω
τα κλειδιά του υποβρύχιου ρεύματος.

Κι αν έτσι σκοντάψουμε
στο παράλογο,
θα θαφτουμε στο χρυσάφι του να μην έχουμε τίποτα
και θα κλωσσήσουμε την αγέννητη φτερούγα
της νύχτας, αδερφή
τούτης της ορφάνής φτερούγας της μέρας,
που στο πείσμα της να είναι μια δεν είναι πια φτερούγα.

Καίσαρ Βαλιέχο.

Κυριακή 22 Απριλίου 2007

Σάββατο 21 Απριλίου 2007

Έχουν σκεπάσει τη μισή μου την ψυχή
με τις φτερούγες τους η τρέλα κ’ η λωλάδα
και με ποτίζουν φλόγινο κρασί
και με καλούν στη σκοτεινή κοιλάδα.
Και το κατάλαβα πως πρέπει πια να υποταχτώ
στην τρέλα αυτή και να υπομένω
αφουγκραζόμενη το παραμιλητο
που είναι δικό μου κ' έχει γίνει κιόλας ξένο.
λες κ' είταν μάτια πετρωμένου μαρτυρίου
μήτε τη μέρα που με βρήκε η συμφορά
μήτε τη λίγην ώρα του επισκεπτηρίου
μήτε τα χέρια που δροσίζανε τον πυρετό μου
μήτε της λεύκας την τρεμάμενη σκιά
μήτε τα λόγια που αχνοσβήναν στη γωνιά του δρόμου
τα «μην ανησυχείς» στερνή παρηγοριά.


Αννα Αχματοβα.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2007

Βλέμματα και γλυκές συνομιλίες,
φιλήματα και απαλές θωπείες
με άφησε να γεύωμαι η παρθένα,
όμως απέμεινε στο σκαλοπάτι
του έρωτα το πιο γλυκό, το τελευταίο.
Σ' αυτό ν' ανέβω αν δεν τα καταφέρω,
θα γίνω πιο τρελός από τον πόθο.

Carmina Burana

και τρίζει το καμπαναριό, το σήμαντρο σημαίνει,
κι ένας διάφανος δαίμονας, καθώς αργοδιαβαίνει,
στο πέρασμά του το χαλκό με το φτερό του αγγίζει
κι απόηχο μοιρολογιού στο μέταλλο στραγγίζει.
Στέκεται η εκκλησιά
γεμάτη ευλάβεια, λύπηση∙ έρημη και παλιά∙
μέσ’ στα σπασμένα τζάμια της ο άνεμος σφυρίζει,
λες κι ένα ξόρκι ή γήτεμα στ’ αυτί σου ψιθυρίζει.
Στο τέμπλο, στις κολώνες της μόλις αχνές σκιές
μένουν, και περιγράμματα, απ’ αγίων ζωγραφιές.
Ιερεύς, ο γρύλος ψαλμωδεί με σκέψης κρυφής ήχο,
Κρατάει τον ίσο ο σάρακας, ψάλτης, κάτω απ’ τον
τοίχο.
………………………………………………………………
Η πίστη τα εικονίσματα στους ναούς ζωγραφίζει
και την ψυχή με χρώματα του μύθου την στολίζει,
μα της ζωής τα κύματα περνούν φουρτουνιασμένα,
και πίσω περιγράμματα μένουν, μισοσβησμένα.
Μέσ’ στο μυαλό μου μάταια τον κόσμο αναζητώ:
μόνο ένας γρύλος ψαλμωδεί τον κρυφό λογισμό.
Μάταια τη ρημαγμένη μου αγγίζω την καρδιά:
σαράκι σ’ ένα φέρετρο την νιώθω να χτυπά.
Στο νου μου ως ξετυλίγεται, μου φαίνεται η ζωή
κάποια ιστορία που μου λέει μια αλλότρια φωνή,
δική μου ως να μην ήτανε, δικός της να μην ήμουν.
Ποιος είναι εκείνος που’ μαθεν απ’ έξω τη ζωή μου,
και τον ακούω, και μ’ όσα λέει να μειδιώ με κάνει,
λες και δεν πρόκειται για με, λες κι έχω πια πεθάνει.
Σεπτέμβριος 1876
Μακριά σου και μονάχος…
Μακριά σου και μονάχος είμαι, πλάι στη φωτιά,
τον άτυχό μου βίο αναπολώ ξανά,
σαν να’ χω ζήσει ογδόντα στον κόσμο ετούτο χρόνια,
να’ σαι νεκρή, και να’ μαι γέρος σαν το χειμώνα.
Μέσ’ στην ψυχή μου στάζουν οι θύμησες μια-μια
μ’ όλα του παρελθόντος τα μικροπράγματα.
Τα δάχτυλα του ανέμου χτυπούν στα παραθύρια
κι ο λογισμός μού υφαίνει στοργικά παραμύθια,
και τότε πια σε βλέπω, με την αχλύ μανδύα,
3
με μάτια βουρκωμένα, χέρια λεπτά και κρύα:
μ’ αυτά τα δυο σου μπράτσα τους ώμους μου
αγκαλιάζεις,
θέλεις να πεις μια λέξη… κι έπειτα αναστενάζεις…
Το θησαυρό εγώ σφίγγω από αγάπη κι ομορφιές
και σε φιλιά ενώνονται οι δόλιες μας ζωές…
Ω, η φωνή για πάντα της μνήμης ας σιγήσει
κι ας βυθιστεί στη λήθη της μιας στιγμής η τύχη
που αναίρεσες, κι ετράπης αμέσως σε φυγή…
Θα’ μαι γέρος και μόνος, θα’ σαι καιρό νεκρή.
Μάρτιος 1878
Μελαγχολία

Σαν ν’ άνοιξε στα σύννεφα μια πύλη, που διαβαίνει
λευκή, σε νεκροκρέβατο, η σελήνη πεθαμένη.
Κοιμήσου εν ειρήνη εσύ, κι εκεί ψηλά, μυριάδες
ας λάμψουν κι ας φωτίσουνε των άστρων οι λαμπάδες
το μαυσωλείο σου, κάτω απ’ τους θόλους των
ουρανών,
ω λατρευτή αυτοκράτειρα πασών μας των νυκτών !
Μέσα στην πάχνη κείτεται η απέραντη οικουμένη,
θαρρείς με πέπλο γυάλινον όλη σαβανωμένη,
ο αγέρας φέγγει και μακριά, στον κάμπο
σκορπισμένα,
διαφαίνονται χαλάσματα έρμα, εγκαταλειμμένα.
Το κοιμητήρι με κυρτούς σταυρούς μόνο αγρυπνεί,
μια κουκουβάγια έρχεται στους τάφους να σταθεί,


MIHAI EMINESCU